- ημισεληνοειδής
- -έςαυτός που έχει σχήμα ημισελήνου, μηνοειδής.επίρρ...ημισεληνοειδώςμε σχήμα ημισεληνοειδές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημισέληνος + -ειδής (< είδος), πρβλ. δυσ-ειδής, ωο-ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Αθανάσιο Σ. Κουμανούδη].
Dictionary of Greek. 2013.